λαζουλίτης

λαζουλίτης
ο
(ορυκτ.) βασικό φωσφορικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού αργιλίου που απαντά με τη μορφή κυανών κρυστάλλων, κόκκων ή μαζών σε διάφορα πετρώματα και χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το β' συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. lazulite < lazu- (< μσν. λατ. lazulum < αραβ. lāzaward) + -lite (< γαλλ. -lite < λίθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαζόνλιθος ή λαζουλίτης — Ορυκτό φωσφορικό άλας του αργιλίου, μαγνησίου και σιδήρου, του τύπου (Mg,Fe2)Al2(PO4)2(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινέςσύστημα σχηματίζοντας διπυραμιδικούς κρυστάλλους με βαθύ κυανό έως κυανόλευκο χρώμα. Η ονομασία του προέρχεται από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”